φασά — η ο τρόπος της ύφανσης, η υφή, η ύφανση: Η φασά του παλτού είναι πυκνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάσα — η, Ν πρόσθετη λωρίδα υφάσματος που ράβεται σε ένδυμα για να τό μακρύνει ή να τό φαρδύνει ή, απλώς, για να τό διακοσμήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascia «λωρίδα»] … Dictionary of Greek
φασά — η, Ν τρόπος ύφανσης, υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / ύφανση, μέσω τού τ. ὑφασία < *φασιά (με σίγηση τού αρκτικού υ )] … Dictionary of Greek
φᾶσα — φημί Spir. Prooem. pres part act fem nom/voc sg φημί Spir. Prooem. aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶσ' — φᾶσα , φημί Spir. Prooem. pres part act fem nom/voc sg φᾶσι , φημί Spir. Prooem. pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) φᾶσε , φημί Spir. Prooem. aor ind act 3rd sg (doric) φᾶσαι , φημί Spir. Prooem. pres part act fem nom/voc pl φᾶσαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
κοιλιοχορδοφάσα — κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ) (για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β ἔ φαγ ον τού τρώγω), τ … Dictionary of Greek
παραφασάδα — η ελάττωμα στην ύφανση, στο φάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φασά «ύφανση» + κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
τσήτα — (I) και τσίτα, η, Ν 1. ξύλινος πήχυς 2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο 3. ξύλινο, διχαλωτό υποστήριγμα τών σταφυλοφόρων κλαδιών αμπελιού 4. διακοσμητική ταινία που ράβεται στον ποδόγυρο, αλλ. φάσα 5. καρφοβελόνα 6. κόσκινο.… … Dictionary of Greek
φασάτος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φάσες 2. (για πρόβατο) αυτός τού οποίου τα πλάγια τού προσώπου του είναι μαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσα + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] … Dictionary of Greek